- υποναύσιος
- -ον, Ααυτός που υποφέρει από ελαφράς μορφής ναυτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ναυσιος (< ναυσίη /ναυτία), πρβλ. ἐπι-ναύσιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποναύσιος — slightly nauseated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)